ἀφραδία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A folly, thoughtlessness, in Hom. always in dat. pl., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Il.5.649; ποιμένος ἀφραδίῃσι 16.354; exc. δι' ἀφραδίας Od.19.523, and ἀφραδίῃ πολέμοιο Il.2.368.—Ep. word, ἀφροσύνη being used for it in Prose; ἀφραδίῃσι in a mock heroic line, Ar.Pax1064 (hex.).
German (Pape)
[Seite 414] ἡ, Unverstand, Thorheit, Unbesonnenheit, bes. im plur., Il. 5, 649. 16, 354; νόοιο 10. 122; ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο, Unerfahrenheit im Kriege, Iliad. 2, 368. Vgl. die Homerische Nachahmung Aristoph. Pac. 1064.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρᾰδία: Ἰων, ίη, ἡ, ἀσυνεσία, μωρία, ἀπερισκεψία· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ δοτ. πληθ., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Ἰλ. Ε. 649· ποιημένος ἀφραδίῃσι Π. 354, κτλ. · πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 523, ἔνθα τὸ δι’ ἀφραδίας κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· καὶ ἸΛ. Β. 368, ἔνθα ἔχομεν ἀφραδίῃ πολέμοιο. ― Λέξις ποιητ., ἀνθ’ ἧς ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ κεῖται ἡ λέξις ἀφροσύνη, ἀλλ’ ἐφραδίῃσι παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1064.