ἐκτιτράω
From LSJ
English (LSJ)
fut. -τρήσω,
A bore through:—Pass., ἐκτιτρώμενος Orib. 46.20.10: pf. Pass. ἐκτετρῆσθαι Hero Bel.96.2, part. ἐκτετρημένος Poll.2.70.
German (Pape)
[Seite 781] ausbohren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτιτράω: μέλλ. -τρήσω, διατρυπῶ, παθ. τοῦ σπληνίου, ἐκτιτρωμένου Ὀρειβάσ. σ. 105. 29 Cochl.· πρκμ. ἐκτετρημένος Πολυδ. Β΄, 20.