ἀπάρχομαι

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάρχομαι Medium diacritics: ἀπάρχομαι Low diacritics: απάρχομαι Capitals: ΑΠΑΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: apárchomai Transliteration B: aparchomai Transliteration C: aparchomai Beta Code: a)pa/rxomai

English (LSJ)

   A make a beginning, esp. in sacrifice; τρίχας ἀπάρχεσθαι begin the sacrifice with the hair, i.e. by cutting off the hair from the forehead and throwing it into the fire, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Il.19.254; ἀλλ' ὅ γ' ἀπαρχόμενος τρίχας ἐν πυρὶ βάλλεν Od. 14.422: abs., 3.446.    II later c. gen., cut off part of a thing, offer it, τοῦ ὠτὸς τοῦ κτήνεος Hdt.4.188; ἀ. κόμης E.El.91; τῶν κρεῶν καὶ σπλάγχνων offer part of them, Hdt.4.61: hence,    2 offer the first-lings or first-fruits, πάντων of all sacrifices, Id.3.24: abs., begin a sacrifice, Ar.Ach.244, Pax1056, etc.; ἀ. τοῖς θεοῖς X.Hier.4.2; ἀπηργμένοι, of eunuchs, having had their first-fruits offered, Anaxandr.39.11.    3 metaph., take as the first-fruits, take as the choice or best, δικαστήν Pl.Lg.767c: abs., offer first-fruits, Theoc.17.109.    III generally, offer, dedicate, χρυσᾶς (sc. δραχμάς) IG2.652B19, cf. Plu. Sull.27, AP7.406 (Theodorid.).    IV later, = ἄρχομαι, begin, c. gen., πημάτων Lyc.1409: c. inf., v.l. in Luc.Nigr.3; practise, prelude on, ὀργάνων Him.Or.17.2.

German (Pape)

[Seite 281] anfangen, a) bei Hom. das Stirnhaar des Opferthiers abschneiden und ins Feuer werfen, womit das Opfer begonnen wurde, Iliad. 19, 254 κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος; Od. 3, 446. 14, 422, vgl. Buttm. Lexil. 1, 101 ff.; dah. übh. ein Opfer beginnen, Ar. Ach. 232 P. 1021, als Opfergabe darbringen; bes. aber – b) die Erstlinge als Opfer darbringen, πάντων ἀπαρχόμενοι καὶ θυσίας οἱ προσάγοντες Her. 3, 24; vgl. 4, 61; τοῖς θεοῖς Xen. Hier. 4, 2; absol., Cyr. 7, 1, 1; vgl. Plut. Mar. 27; übh. als das Beste auswählen, οἷον ἀπάρξασθαι πάσης ἀρχῆς ἕνα δικαστήν Plat. Legg. VI, 767 c. Auch weihen, widmen (als Opfer), Theorid. 9 (VII, 406); komische Uebtr. scheint ἀπηργμένοι Anaxndr. bei Ath. VII, 300 a, Verschnittene; vgl. Eust. 1183, 13. – Sp., wie Luc. Nigr. 3, = simpl., anfangen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρχομαι: μέλλ. -ξομαι: ἀποθ., κάμνω ἀρχήν, ἰδίως ἐν θυσίᾳ, παρ’ Ὁμ. ἀεὶ μετ’ αἰτ., τρίχας ἀπάρχεσθαι, ἄρχεσθαι τῆς θυσίας διὰ τὴς ἀποκοπῆς τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου τοῦ θύματος καὶ ῥίψεως αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Ἰλ. Τ. 254· ἀλλ’ ὅ γ’ ἀπαρχόμενος τρίχας ἐν πυρὶ βάλεν Ὀδ. Ξ. 422· πρβλ. Γ. 446. ΙΙ. μετὰ γεν., ἀποκόπτω μέρος πράγματός τινος ὅπως προσενέγκω ἢ ἀφιερώσω αὐτό, τοῦ ὠτὸς τοῦ κτήνεος Ἡρόδ. 4. 188· ἀπ. κόμης Εὐρ. Ἠλ. 91· τῶν κρεῶν καὶ σπλάχνων, προσφέρω μέρος αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 61: ἐντεῦθεν, 2) προσφέρω τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον πράγματός τινος, τοὺς πρώτους καρπούς, πάντων, πασῶν τῶν θυσιῶν, ὁ αὐτ. 3. 24. ― ἀπόλ., ἄρχομαι τῆς θυσίας ἤ προσφέρω τὰς ἀπαρχάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 244, Εἰρ. 1056, κτλ.· ἀπ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱέρ. 4. 2: - οἱ εὐνούχοι ἐκαλοῦντο ἀπηργμένοι, καθότι προσηνέχθησαν αἱ ἀπαρχαὶ αὐτῶν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 3) μεταφ., λαμβάνω ὡς πρῶτον καρπόν, λαμβάνω τι ὡς τὸ κάλλιστον, Πλάτ. Νόμ. 767C, Θεόκρ. 17. 109. ΙΙΙ. ἐν γένει, προσφέρω, ἀφιερώνω, στατῆρε δύο Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 18, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ., κτλ. ΙV. παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἄρχομαι, ἀρχίζω, μετὰ γεν., πημάτων Λυκόφρ. 1409· μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νιγρ. 3· οὕτως, ἀσκοῦμαι εἰς ὄργανόν τι, προανακρούομαι, ὀργάνων Ἱμέρ. 694· πρβλ. ἐπάρχομαι, κατάρχομαι.