ἀνταίρω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

Ion. ἀνταείρω (q.v.),

   A raise against, χεῖράς τινι AP7.139 (so in Med., Th.3.32, 1.53); πόλεμόν τινι Plb.15.7.8; πρὸς Ἔρωτα μάχην AP12.147 (Mel.); raise in reply, λαμπτῆρας Aen.Tact.26.13:—Med., ὅπλα ἀνταιρόμενοι Th.1.53, cf. 3.32.    II intr., rise up or rebel against, withstand, ἀντᾶραί τινι Pl.Euthd.272a, D.2.24; πρός τι or τινα, Id.6.5, Plu.Pyrrh.15, D.H.6.48:—so in Med., τινί Luc.Herm.33,JTr.34.    2 of a cliff, rise opposite to or in the same parallel with, τοῖς κατὰ Μερόην τόποις Str.2.1.2, cf. 20; πρὸς τὴν Αιβύην Plu.Aem.6.

German (Pape)

[Seite 243] (s. αἴρω), dagegen erheben, πόλεμόν τινι Pol. 15, 7; μάχην πρὸς Ἔρωτα Mel. 100 (XII, 147); gew. intrans., τινί, sichgegen Jemand erheben, Widerstand leisten, ἀντᾶραι Plat. Euthyd. 272 a; Λακεδαιμονίοις Dem. 2, 24; πρὸς δύναμιν 6, 5; Strab. 2, 1. 2 τὰ ἄκρα ἀνταίρειν τοῖς κατὰ Μερόην τόποις, erheben sich in gleicher Richtung; vgl. Plut. Aem. Paul. 6, von den Alpen, ἀνταίρειν πρὸς τὴν Λιβύην, sie erheben sich Libyen gegenüber. – Med., dasselbe, χεῖρας ἀνταιρόμενος Thuc. 3, 32; ὅπλα τινί Thuc. 1, 53; Xen. Cyr. 5, 4, 25 u. Sp.; ohne Zusatz, τινί, Luc. Hermot. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταίρω: μέλλ. -ᾰρῶ: ἀόρ. -ῆρα: ― ἐγείρω τι ἐναντίον τινός, χεῖράς τινι Ἀνθ. Π. 7. 139· Θουκ. 3. 32., 1. 53· πόλεμόν τινι Πολύβ. 15. 7, 8· ἀντ. πρὸς Ἔρωτα μάχην Ἀνθ. Π. 12. 147: ― Μέσ., ἴδε ἐν λ. ἀνταείρω. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἀνθίσταμαι, Λατ. contra assurgere, ἀνταίρειν τινὶ Πλάτ. Εὐθύδ. 272Α, Δημ. 25. 2· πρός τι ἢ τινα Δημ. 66. 24. Πλουτ. Πύρρ. 15, Διον. Ἁλ. 6. 48: προσέτι, ἐπαναστατῶ ἐναντίον τῆς ἀρχῆς, Μαλαλ. 385, 9, Κ. Πορφ. π. Διοικ. 269. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ., τινὶ Λουκ. Ἑρμότ. 33, κτλ. 2) περὶ ὑψωμάτων χώρας τινός, ἐγείρομαι ἢ κεῖμαι παραλλήλως, ἢ ἀκριβῶς ἀπέναντι, τὰ τῆς Ἰνδικῆς ἄκρα... ὁμολογοῦσι πολλοὶ τοῖς κατὰ Μερόην ἀνταίρειν τόποις Στράβ. 68, πρβλ. 77· τὰ πρὸς τὴν Λιβύην ἀνταίροντα Πλουτ. Αἰμίλ. 6.