παράπτω
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
German (Pape)
[Seite 496] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ πλάτα, Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber παραπέτομαι. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., ἤδη κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.
Greek (Liddell-Scott)
παράπτω: μέλλ.-ψω, δένω πλησίον, τινί τι Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 309· ἐφαρμόζω, τὸν νόμον π. Ἱππόλυτ. σ. 262 Fabr.· ― Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοζομένη εἰς τὰς χεῖρας, ἐπὶ κώπης, Σοφ. Ο.Κ. 717 (ἕτεροι λαμβάνουσι τὸν τύπον τοῦτον ὡς κατὰ συγκοπὴν προελθόντα ἐκ τοῦ παραπετομένα, πλησίον πετομένη). ΙΙ.Μέσ., ἅπτομαι, ἐγγίζω ὀλίγον, τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον, ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριών, τὴν ἡμέραν ὅλην Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, Πλουτ. Κλεομ. 37.