ἐκκαρπίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med.,
A yield as produce, A.Th.601. II reap, enjoy, τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30 (ii B.C.). III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.
German (Pape)
[Seite 762] entfruchten, ἔδαφος, aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, ἄρουρα ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαρπίζομαι: μέσ., παράγω καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. νόθος στίχος, ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι ἄγονος, τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.