καθιππάζομαι
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
Ion. κατ-: I trans., ride down, overrun with horse, Χώρην Hdt.9.14. 2 metaph., trample under foot, δαίμονας A. Eu.150(lyr.); νόμους ib.779(lyr.), cf. 731: later c. gen., κ. φιλοσοφίας D.L.4.47. II Pass., pf. καθιππάσθαι Machoap.Ath.13.581d (sens. obsc.). III intr., ride, Polyaen.1.3.5.
German (Pape)
[Seite 1286] eigtl. niederreiten, durch Reiterei überwältigen, verwüsten, ἡ ἵππος κατιππάσατο χώρην Her. 9, 14. Uebertr., bewältigen, überrennen, mit dem Nebenbegriffe des Uebermuthes u. beleidigenden Hohnes, νέος δὲ γραίας δαίμονας καθιππάσω Aesch. Eum. 145, θεοὶ νεώτεροι παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε 776, Gesetze mit Füßen treten. So auch ἀφορμὰς δεδωκὼς τοῖς βουλομένοις καθιππάσασθαι τῆς φιλοσοφίας D. L. 4, 47, gegen die Philosophie losziehen. Im obscönen Sinne, Macho bei Ath. XIII, 581 e.
Greek (Liddell-Scott)
καθιππάζομαι: μέλλ. -άσομαι: ἀποθ.: 1) μεταβ. διατρέχω τόπον τινὰ ἔφιππος, ἐπὶ ἱππικοῦ στρατεύματος, ἡ δὲ ἵππος προελθοῦσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα Ἡρόδ. 9. 14. 4) καταπατῶ ἔφιππος, καὶ ἁπλῶς καταπατῶ, ὡς τό, λὰξ πατεῖν, προσβάλλω παραβιάζω, νέος γραίας δαίμονας καθιππάσσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 150· ἐπεὶ καθιππάζει με πρεσβῦτιν νέος αὐτόθι 731· παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε αὐτόθι 779· παρὰ μεταγεν. μετὰ γεν., καθ. φιλοσοφίας Διογ. Λ. 4. 47· πρβλ. καθιππεύω. II. ὡσαύτως ὡς παθ., πρκμ. καθιππάσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (καθιππᾶσθαι διάφ. γραφ.).