Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιμός

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῑμός Medium diacritics: φιμός Low diacritics: φιμός Capitals: ΦΙΜΟΣ
Transliteration A: phimós Transliteration B: phimos Transliteration C: fimos Beta Code: fimo/s

English (LSJ)

ὁ, heterocl. pl.

   A φῑμά AP6.312 (Anyte):—any instrument for keeping the mouth closed:    I muzzle, for dogs, calves, etc., φιμὸν περιτιθέναι τινί Luc.Vit.Auct.22, cf. APl. c., LXX Si.20.29.    2 gag: hence, silencing by a spell, Tab.Defix.Aud.25.13 (Curium, iii A. D.).    II nose-band of a horse's bridle, fitted with pipes, φ. δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον A.Th.463; πώλους . . φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Id.Fr.326; ἐμβαλῶ φ. εἰς τὴν ῥῖνά σου LXX Is.37.29.    III a kind of cup, used as a dice-box, Aeschin.1.59, Diph. 76, cf. Poll.7.203, 10.150.    IV tightening, constriction by means of ropes, Apollod Poliorc.161.1.    V = φίμωσις 11.2, φ. τοὺς ἐν αἰδοίοις χαλᾷ Dsc.4.91, cf. Androm. ap. Gal.13.311; imperforation of the anus, Heliod. ap. Orib.44.20.72. (Connected with σφίγγω, σφιγμός by EM795.21.)

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, mit dem heterogenen plur. τὰ φιμά, Alles, womit etwas fest-, zusammengebunden wird, – a) ein Maulkorb, den man bißigen Thieren anlegt, od. solchen, die Nichts abfressen, nicht mehr saugen sollen (vgl. κημός, πύσσαχος); φιμὰ περὶ στόματα Anyte 1 (VI, 312); φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc. vit. auct. 22. – b) ein Stück am Pferdezaume, das über die Nase geht u. diese einklemmt; Aesch. Spt. 445; πώλους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας frg. 341. – c) eine Art Becher, in welchem die Würfel geschüttelt und aus dem sie herausgeworfen werden, κυβευτικὸν ὄργανον, Aesch. 1, 59. – d) auch = φίμωσις.

Greek (Liddell-Scott)

φῑμός: ὁ, μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν ἐργαλεῖον δι’ οὗ κλείεται τὸ στόμα: Ι. ὡς τὸ κημός, φίμωτρον, δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον μέρος τοῦ χαλινοῦ ἵππου, ὅπερ (ὡς φαίνεται) εἶχεν ἐνίοτε καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. εἶδος ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. σφίγγω, σφιγμός, ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., οἷον Πλανούδ.]