ἀβούλητος
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ον, (βούλομαι)
A involuntary, Pl.Lg.733d, Ph.1.561; ἀ. καρδίας κίνησις, ἔκκρισις Gal.2.610, Aët.13.56. Adv. -τως Asclep Cypr. ap. Porph.Abst.4.15, Plu.2.631c, S.E.P.1.19. II not according to one's wish or will, τὰ ἀ. Zeno Stoic.1.53; τύχη Phld.Mort.33. cf. Ph.2.392, Plu.2.599b.
German (Pape)
[Seite 4] unfreiwillig, neben ἀκούσιον dem βουλητόν u. ἑκούσιον entgegengesetzt Plat. Leaa. V, 733 d; oft bei Plut. (opp. προαίρετος); auch vom menschlichen Willen unabhängig, zufällig, ἀβ. καὶ τυχηρά Plut. ad. et am. 9. – Bei Sρ gew. unerwünscht, unerfreulich, πράγματα ἀβ., res adversae; ἄν τι γένηται τῶν λεγομένων ἀβουλήτων Enict. 3, 24, 104. – Adv., ὑπ' ὀργῆς ἀβουλήτως γιγνόμενον Plut. Hymp. 2, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβούλητος: -ον, (βούλομαι) μὴ θέλων, ἀκούσιος, Πλάτ. Νόμ. 733Δ. ἀντίθ. τῷ βουλητῷ καὶ ἑκουσίῳ. ΙΙ. ἀσύμφωνος πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ἢ θέλησίν τινος· δυσάρεστος: Διον. Ἁλ. 5. 74.: - ἐπίρρ. τως, Σέξτ. Ἐμπ. Π, 1, 19. Μ. 8. 316.