εὔεδρος
English (LSJ)
ον, (ἕδρα)
A on stately throne, of gods, A.Th.96, 319 (both lyr.). 2 εὔ. καθέδρα a firm seat on horseback, etc., Anon. ap. Suid.; τὸ εὔ. Ph.1.21; well-poised, Apollod.Poliorc.157.3. Adv. -ρως, = βεβαίως, Hsch., Phot. 3 of ships, = ἐΰσσελμος, Theoc.13.21. 4 well-fitting, of building materials, D.H. Comp.6. Adv. -ρως, = εὐθέτως, Hsch. II Pass., easy to sit, ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.). III in a right or lucky place, εὔεδρος ὄρνις a bird of augury appearing in a lucky quarter, Ael.NA16.16.
German (Pape)
[Seite 1063] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – Ἀργώ, mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, ὄρνις Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
Greek (Liddell-Scott)
εὔεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· καθέδρα εὔεδρος, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς κάθισμα ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = ἐΰσσελμος, Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., ἵππος εὔεδρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, εὔεδρος ὄρνις, οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· καθόλου, ἁρμόζων, ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.