βούπρῳρος

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούπρῳρος Medium diacritics: βούπρῳρος Low diacritics: βούπρωρος Capitals: ΒΟΥΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: boúprōiros Transliteration B: bouprōros Transliteration C: voyproros Beta Code: bou/prw|ros

English (LSJ)

ον, (πρῷρα)

   A with the forehead or face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος) ; β. πρόσωπα Philostr. Jun.Im.4.    II β. ἑκατόμβη offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.; β. θυσία Delph.3(2).66; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

βούπρῳρος: -ον, (πῷρα) ὁ ἔχων μέτωπονπρόσωπον βοός, Σοφ. Τρ. 13 (κατὰ Στράβ., τὸ Λαυρ. χφον βούκρανος). ΙΙ. βούπρ. ἑκατόμβη, προσφορά, θυσία 100 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου (ἢ 99 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου), Πλούτ. 2. 668C. Πρβλ. βόαρχος.