βούπρῳρος
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
ον, (πρῷρα)
A with the forehead or face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος) ; β. πρόσωπα Philostr. Jun.Im.4. II β. ἑκατόμβη offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.; β. θυσία Delph.3(2).66; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
βούπρῳρος: -ον, (πῷρα) ὁ ἔχων μέτωπον ἢ πρόσωπον βοός, Σοφ. Τρ. 13 (κατὰ Στράβ., τὸ Λαυρ. χφον βούκρανος). ΙΙ. βούπρ. ἑκατόμβη, προσφορά, θυσία 100 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου (ἢ 99 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου), Πλούτ. 2. 668C. Πρβλ. βόαρχος.