ἀπαρέγκλιτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A direct, Gal.UP15.8; inflexible, νόμοι φυσικοὶ ἀ. Nicom.Ar.1.23; πρόνοια Hero *Deff.136.57. 2 straight, εὐθεῖα (sc. γραμμή) Phlp.in Mete.21.10, cf. Ammon.in Porph.9.1. Adv. -τως Gal.18(2).726; not diverging from the perpendicular, Eustr.in EN74.9. II unimpaired, ὑγίεια Iamb.VP3.13.
German (Pape)
[Seite 280] unbiegsam, unveränderlich, Suid.; Nicom. arithm. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρέγκλῐτος: -ον, ἄκαμπτος, αὐστηρός, Γαλην. ΙΙ. ὁ μὴ βλαφθείς, ὑγίεια Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 13.