ἀπαρέγκλιτος
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
English (LSJ)
ἀπαρέγκλιτον,
A direct, Gal.UP15.8; inflexible, νόμοι φυσικοὶ ἀ. Nicom.Ar.1.23; πρόνοια Hero *Deff.136.57.
2 straight, εὐθεῖα (sc. γραμμή) Phlp.in Mete.21.10, cf. Ammon.in Porph.9.1. Adv. ἀπαρεγκλίτως Gal.18(2).726; not diverging from the perpendicular, Eustr.in EN74.9.
II unimpaired, ὑγίεια Iamb.VP3.13.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se inclina a un lado ni a otro, derecho, recto φοραί Gal.4.135, ἔκτασις Gal.4.256
•geom. ἀ. εὐθεία línea recta Phlp.in Mete.21.10, cf. Ammon.in Porph.9.1.
2 rígido, inflexible νόμοι φυσικοί Nicom.Ar.1.23.8
•fig. rígido, recto, perfecto, inmutable πρόνοια Hero Def.136.57, ὑγίεια Iambl.VP 13, πίστις Isid.Pel.Ep.M.78.725C
•de Dios, Dion.Ar.DN M.3.917A.
II adv. -ως
1 derechamente, directamente ἐκτέτακεν Gal.4.254, cf. 18(2).726.
2 perpendicularmente Eustr.in EN 74.9.
German (Pape)
[Seite 280] unbiegsam, unveränderlich, Suid.; Nicom. arithm. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρέγκλῐτος: -ον, ἄκαμπτος, αὐστηρός, Γαλην. ΙΙ. ὁ μὴ βλαφθείς, ὑγίεια Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀπαρέγκλιτος, -ον)
ο άκαμπτος, ο ευθύς
αρχ.
1. ο αυστηρός
2. ο αβλαβής.