σωματέμπορος
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
English (LSJ)
ον,
A slave-dealer, Dsc.Eup. 1.233, OGI524.5 (Thyatira), Artem.3.17, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Eust.1416.26, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, der Sklavenhändler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτέμπορος: -ον, ἔμπορος δούλων, ἀνδραποδοκάπηλος, δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.