ἄβυθος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ον,
A = ἄβυσσος, εἴς τινα ἄ. φλυαρίαν Pl.Prm.130d (sed leg. εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας).
German (Pape)
[Seite 5] unergründlich, Plat. Parm. 130 d φλυαρία.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβυθος: -ον, = ἄβυσσος, εἴς τινα ἄβυθον φλυαρίαν. Πλάτ. Παρμ. 130 D. ἀλλὰ πιθ. ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι: εἴς τινα βυθόν φλυαρίας.