θήρειος
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ον, also α, ον v.l. in Pl.Phdr.248d, AP5.265 (Paul. Sil.): (θήρ):—
A of wild beasts, δέρμα θ. λέοντος Panyas.1, cf. Hanno Peripl.9; μέλεα Emp.101; θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, A.Ch.232; θ. δάκος,= θήρ, E.Cyc.325; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, S.Tr.1059; θ. κρέα game, X.Cyr. 1.3.6; so θήρεια, τά, Hp.Aff.52; θ. φύσις Pl. l.c.; θ. αὐλός (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Poll.4.75. II θ. στόματα the entrance of the Circus, IG4.365 (Corinth).
German (Pape)
[Seite 1209] ον, fem. auch θηρεία, Plat. Phaedr. 248 d, als v. l., wie Paul. Sil. 26 (V, 266); thierisch, φύσις Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Thieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Ggstz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; δάκος Eur. Cycl. 304; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θήρειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. κάδος = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, κυνήγιον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. φύσις Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε θήρα ΙΙΙ.