Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
[Seite 538] übertreibend, VLL.
δεινολόγος: -ον, = δεινοεπής, Ἀρχ. Λεξ.