ἐγκάρδιος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A in the heart, ἐγκάρδιόν ἐστί (or γίγνεταί) τί τινι it goes to his heart, Democr. 262, D.S.1.45; τἀγκ. τις ἐρεῖ what is in his heart, Phld. Lib.p.14 O. Adv., ὅταν γεννηθῇς ἐγκαρδίως PMag.Par.1.1785.    2 in close proximity, of planets, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105.    II ἐγκάρδιον, τό (ἐγκάρδιος, ὁ, S.E.M.9.119), heart-wood, core, Thphr. HP3.8.5, 5.3.2; pith, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3.    2 generally, core, Roussel Cultes Égyptiens 236 (Delos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 704] 1) im Herzen, herzlich; ἔρως Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάρδιος: -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον μέρος τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, ἔνθα τρία εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα ἄλλο ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας.