εὐρύστομος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον,
A widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.