παλίλληπτος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
A gloss on παλινάγρετος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 448] wieder zurückgenommen, VLL. Erkl. von παλινάγρετος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίλληπτος: -ον, εἰς τοὐπίσω ληπτός, ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινάγρετος.