μονάγκων
From LSJ
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A one-armed engine to throw projectiles, Ph.Bel. 91.36 (pl.), Apollod.Poliorc.188.6(pl.), al.
German (Pape)
[Seite 201] ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte, onager, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
μονάγκων: -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ μετὰ ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91.