θι
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
termin. of the locative case,
A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50. II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.
Greek (Liddell-Scott)
θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.