ἐκβιβαστής
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who executes a sentence, Aq.De.16.18, Lyd.Mag.3.11,12, Cod.Just.3.2.4.2.
German (Pape)
[Seite 754] ὁ, der Aussetzer, Ausführer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβῐβαστής: -οῦ, ὁ, ὑπηρέτης προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, ὅστις μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.