ἐκβιβαστής

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβῐβαστής Medium diacritics: ἐκβιβαστής Low diacritics: εκβιβαστής Capitals: ΕΚΒΙΒΑΣΤΗΣ
Transliteration A: ekbibastḗs Transliteration B: ekbibastēs Transliteration C: ekvivastis Beta Code: e)kbibasth/s

English (LSJ)

ἐκβιβαστοῦ, ὁ, one who executes a sentence, Aq.De.16.18, Lyd.Mag.3.11,12, Cod.Just.3.2.4.2.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 jur. escriba, secretario de un tribunal de justicia, Aq.De.16.18.
2 biz. procurador, abogado trad. de lat. executor τῆς λαμπρᾶς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως PLaur.159.3 (V d.C.), τῆς Ἀρκάδων ἐπαρχίας POxy.4399.4 (VI d.C.), cf. Lyd.Mag.3.11, ἐ. τοῦ πράγματος trad. de lat. executor negotii, PMasp.32.27 (VI d.C.), cf. PKlein.Form.983 (IV/V d.C.), Cod.Iust.3.2.4.2, Iust.Nou.112.2, 124.3, POxy.1879.6, 1881.5 (ambos V d.C.), PSI 891.4 (V/VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 754] ὁ, der Aussetzer, Ausführer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβῐβαστής: -οῦ, ὁ, ὑπηρέτης προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, ὅστις μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκβιβαστής)
νεοελλ.
αυτός που ξεφορτώνει πλοία
αρχ.
αυτός που εκτελεί μια απόφαση, ο δικαστικός κλητήρας.