πάσχα
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
τό, indecl., the Hebrew Passover (from
A pāsa[hudot ] 'pass over') or Paschal feast, LXX Ex.12.48, etc. 2 paschal supper, Ev.Matt. 26.17, 19,al. 3 paschal lamb, θύειν τὸ π. LXX Ex.12.21, al. ; τὸ π. ἐτύθη Χριστός 1 Ep.Cor.5.7.
Greek (Liddell-Scott)
πάσχα: τό, ἄκλ., τὸ Ἑβραϊκὸν Φάσκα (ἐκ τοῦ pâsach παρέρχομαι) ἢ τοῦ πάσχα ἑορτή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 48, κ. ἀλλαχοῦ), Καιν. Διαθ.· - τὸ δεῖπνον τοῦ πάσχα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϚ΄, 17, 19, κ. ἀλλ.· - ὁ πασχάλιος ἀμνός, θύειν τὸ π. Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 21, κ. ἀλλ.)· - πασχάζω, ἑορτάζω τὸ πάσχα, Ἐκκλ.· - πασχάλιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πάσχα, ἑορτὴ αὐτόθι: πασχαλικοί, οἱ, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν τήρησιν τοῦ πάσχα, αὐτόθι: ὅρα Suicer.