δορύκνιον
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
τό,
A Convolvulus oleaefolius, Dsc.4.74, Plu.Demetr. 20. 2 = μελισσόφυλλον, Nic.Al.376 (cf. Sch.adloc.). 3 = πύρεθρον, Ps.-Dsc.3.73. 4 = στρύχνον μανικόν, ib.4.72.
German (Pape)
[Seite 659] τό, eine Giftpflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δορύκνιον: τό, δηλητηριῶδες φυτόν, Διοσκ. 4. 75.