ἀπολαλέω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A blurt out, πρός τινα ὅτι J.AJ6.9.2, cf. Luc. Nigr.22, Poll.2.127.
German (Pape)
[Seite 310] aus-, hinschwatzen, Luc. Nigr. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολαλέω: φλυαρῶ, μωρολογῶ, Λουκ. Νιγρ. 22, ἀλλ. ὁ Πολυδ. (Β΄, 127) ἀναφέρει τὸ ῥῆμα καὶ μετ' ἄλλης σημασίας: «ἀπειπεῖν, ἀπαγορεῦσαι, Ἰσαῖος δὲ ἀπειρηκὼς ἔφη, οἷον ἀπολελαληκώς».