βλάστημα
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
English (LSJ)
ατος, τό,
A = βλάστη 1, κισσίνοις β. E.Ba. 177, cf. Isoc. 1.52, Thphr.HP1.1.9, PLond.1.131rix 191 (i A. D.). II metaph., offspring, offshoot, μητρὸς β. A. Th.533; πέκνων γλυκερὸν β. E.Med.1099 (lyr.), cf.IG12(7).496.3 (Amorgos), etc.; also of animals, E.Cyc.206; ὦ χρυσὲ β. χθονός Trag.Adesp.129.1: also in late Prose, Jul. Or.7.232d. III excrescence, Hp.Hum.1; eruption on the skin, Aret.CD1.2.
German (Pape)
[Seite 447] τό, Keim, Sproß, Eur. Bacch. 177; Theophr.; von Menschen, Aesch. Spt. 515; Eur. Med. 1099 u. öfter; auch sp. D.; Ep. ad. 690 (VII, 343); von Thieren, Eur. Cycl. 206. – Bei Medic. = ἐξάνθημα.
Greek (Liddell-Scott)
βλάστημα: τό, = βλάστη Ι., κισσίνοις βλ. Εὐρ. Βάκχ. 177, πρβλ. Ἰσοκρ. 13Β, Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 1, 9.
ΙΙ. μεταφ., γέννημα, τέκνον, μητρὸς βλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 533· τέκνων γλυκερὸν βλ. Εὐρ. Μηδ. 1099, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Κύκλ. 206. ΙΙΙ. ἐξάνθημα τοῦ δέρματος, Ἀρεταῖος.