κιστίδιον
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
τό, Dim. of κίστη,
A basket, Artem.1.2.
German (Pape)
[Seite 1443] τό, dim. von κίστη, Artem. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κιστίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κίστη, θήκη μικρά, Ἀρτεμίδ. 1. 2.