ἀλετών
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A = ἀλέτης, ἀ. ὄνος upper millstone, Alex. 13; also ἀλετών alone, Dieuchid.7.
German (Pape)
[Seite 93] ῶνος, ὁ, Mühle, ἐπιβαλὼν τὸν σῖτον ἐπὶ τὸν ἀλετῶνα Ath. VI, 263 a; Alexis bei Poll. 7, 20 vbdt τοὺς ἀλέτωνας ὄνους, womit ἀλέτων ὄνος Alex. Ath. VIII, 590 a zu vgl., vielleicht ἀλετῶντας, ἀλετῶν, in der Mühle mahlend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετών: -ῶνος, ὁ, = ἀλέτης, ἀλετὼν ὄνος, ἡ ἀνωτέρα πέτρα τοῦ μύλου, ἴδε ὄνος VII, 2˙ ὡσαύτως ἀλετών μόνον, Διευχίδας παρ’ Ἀθην. 263Α., Εὐστ., κτλ.