κακομήχανος
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον,
A mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. -νως Phot.Bibl.p.292 B.
German (Pape)
[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.