ῥήν
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A sheep, lamb (not found in nom.), ῥήνεσσι A.R.4.1497; ῥῆνα Nic.Th.453. (From ϝρήν, old nom. of ϝάρνα, ϝαρνός, etc., v. ἀρήν, and cf. πολύ-ρρην:—also ῥᾶνα· ἄρνα, Hsch. (perh. Elean); τρανόν [i.e. perh. ϝρᾶνον]· ἑξαμηνιαῖον πρόβατον, Id.)
German (Pape)
[Seite 840] ῥηνός, ἡ, Schaaf, Lamm, seltenes Dichterwort, nur noch bei sp. D.; ἐπὶ ῥήνεσσιν ἑοῖσιν, Ap. Rh. 4, 1497; Nic. Ther. 453. Bes. in compp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήν: ἡ, πρόβατον, ἀρνίον, μεταγεν. ποιητ. λέξις (ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Ὁμηρικοῦ συνθέτου πολύρρηνος, -ρηνες, πρβλ. ῥηνικός, ῥῆνιξ), ῥήνεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1497· ῥῆνα Νικ. Θηρ. 453· ἀλλ’ ἔχομεν Ῥήνη ἀντὶ Ἄρνη ὡς κύριον ὄνομα, Ἰλ. Β. 728.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
seul. aux cas suiv. : gén. ῥηνός, acc. ῥῆνα, dat. pl. ῥήνεσσι(ν);
agneau, brebis, animal.
Étymologie: cf. ἀρήν.