ῥηνικός

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηνικός Medium diacritics: ῥηνικός Low diacritics: ρηνικός Capitals: ΡΗΝΙΚΟΣ
Transliteration A: rhēnikós Transliteration B: rhēnikos Transliteration C: rinikos Beta Code: r(hniko/s

English (LSJ)

ῥηνική, ῥηνικόν, of a sheep, Hp.Epid.5.58, etc.

German (Pape)

[Seite 840] vom Schaaf, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, Ἱππ. 1155Ε, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί, αρνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥήν].