ἀβασάνιστος
English (LSJ)
ον,
A not tortured, ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3, cf. Plu.2.275c; κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9. Adv. -τως without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14. 2 untried, unexamined, ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13; ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3; παραλείπειν Plu.2.59c. Adv. -τως without due examination, Th. 1.20, Plu.2.28b.
German (Pape)
[Seite 2] nicht gefoltert, Plnt. qu. Rom. 44, nicht durch die Folter erforscht, Antiph. 1, 13, σιωπώμενον καὶ αβ. ἐᾶν; überh. unersrtert, Plut. u. Sp. ἀβ. τι παραλείπειν. – Bei KS. auch ungesucht, natürlich. – Adv. ἀβασανίστως, οἶ ἄνθρωποι τὰς ακοὰς ἀβ. δέχονται, ohne genaue Prüfung, Thuc. 1, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰσάνιστος: ον· μὴ ἐξετασθεὶς διὰ βασάνου ἢ ἐρωτήσεων, μὴ βασανισθείς, μὴ ἐρωτηθείς. Ἀντιφῶν 112, 46. ἀβ. θνήσκειν = Ἰωσήπ. Ἰουδ. πολ. Ι, 32, 3. ἀβ. βλέπειν (δηλ. τὸν ἥλιον) = ἄνευ πόνου, ἐπὶ τῶν ἱεράκων. Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 10. 14. 2) Περὶ πραγμάτων = ἀδοκίμαστον, ἀνεξέταστον. ἀβ. παραλείπειν τι. Πλουτ. 2. 59 Β. 3) ἐπίρρ. -τως ἄνευ ζητήσεως ἢ ἐρωτήσεως. Θουκ. 1, 20. Πλουτ. 2. 28. Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;
2 qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; en gén. non examiné, non recherché.
Étymologie: ἀ, βασανίζω.