ἀγορητής
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A speaker, Ep. word, chiefly used of Nestor, λιγὺς Πυλίων ἀ. Il.1.248, al., cf.Ar.Nu.1057, Timo 30.1. II = ἀγορανόμος, or perh. public auctioneer, OGI262.20 (pl., Baetocaece).
German (Pape)
[Seite 21] ὁ, Sprecher in der Versammlung, Hom. öfter, z. B. vom Nestor λιγὺς Πυλίων ἀγ. Il. 1. 248. 4, 293, u. so Ar. Nubb. 1055; aber auch vom Thersites Hom. Il. 2. 246; Timon. bei Diog. L. 3, 7 vom Plato.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορητής: -οῦ, ὁ, (ἀγοράομαι) ῥήτωρ· Ἐπ. λεξ. κατ’ ἐξοχὴν ἐπὶ τοῦ Νέστορος λεγομένη, λιγὺς Πυλίων ἀγορητής, Ἰλ. Α. 248, καὶ ἀλλ. Πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1057. ΙΙ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, ἀγορητὴς φαίνεται νὰ σημαίνῃ, = ἀγορανόμος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui parle en public, orateur.
Étymologie: ἀγοράομαι.