ἀγρυπνία
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A sleeplessness, wakefulness, Hp.Aph.2.3, al., Pl.Cri.43b, etc.; in pl., Hp.Acut.42; ἀγρυπνίησιν εἴχετο Hdt.3.129, cf. IG4.952.50 (Epid.), Ar.Lys.27, Pl.R.460d. II time of watching, Pl.Ax.368b; οἱ τῆς ἀ. ἄρχοντες Just.Nov.13Pr. III of poetry, product of sleepless nights, Call.Epigr.29.4. [ι- in Opp.C. 3.511.]
German (Pape)
[Seite 24] ἡ, Schlaflosigkeit, Plat. Crit. 43 b Ax. 368 b; auch plur., Her. 129. Das Wachbleiben, Rep. V, 460 d; gew. mit λύπη, φροντίς, ταλαιπωρίαι ( Isocr. im plur. 19, 28) verb. [Opp. Cyn. 3, 511 braucht penultima lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρυπνία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀϋπνία, τὸ νὰ ἀγρυπνῇ τις, Ἱππ. Ἀφ. 1244, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Κρίτων 43Β· ὡσαύτως κατὰ πληθ., ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο, Ἡρόδ. 3. 129, Ἀριστοφ. Λυσ. 27. ΙΙ. καιρὸς ἀγρυπνίας, Ψευδο-Πλάτ. Ἀξ. 368Β. (ῑ παρ’ Ὁππ. Κυν. 3. 511.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insomnie, veille.
Étymologie: ἄγρυπνος.