ἐρείψιμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A thrown down, in ruins, στέγος E.IT48.
German (Pape)
[Seite 1025] ον, eingestürzt, πᾶν δ' ἐρ. στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας Eur. I. T. 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρείψιμος: -ον, κατερριμμένος εἰς ἐρείπια, Εὐρ. Ι. Τ. 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe en ruines, qui s’écroule.
Étymologie: ἐρείπω.