βαρυδότειρα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.
German (Pape)
[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.