Εἰλείθυια

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εἰλείθυια Medium diacritics: Εἰλείθυια Low diacritics: Ειλείθυια Capitals: ΕΙΛΕΙΘΥΙΑ
Transliteration A: Eileíthyia Transliteration B: Eileithuia Transliteration C: Eileithyia Beta Code: *ei)lei/quia

English (LSJ)

ἡ, (ἐλυθ-

   A she that comes in need, a participial form) Ilithyia, the goddess of child-birth, pl. in Hom., Il.11.270, 19.119, sg. in Hes.Th.922, etc.    II parturition, in pl., Opp.H.1.477, al.; offspring, ib.4.505.    2 metaph., σταφυλὴ βότρυος εἰ. Nonn.D.16.203. (There are numerous varieties of spelling, e.g. Ἐλείθυια Pi. P.3.9, N.7.1, SIG602 (Delph.), IG3.1320, etc.: Ἐλείθυα ib.12(3).192 (Astypalaea): Εἰλήθυια (q.v.) IG12(5).197 (Paros, prob.), Call. Del.132, AP6.200 (Leon.), Paus.2.5.4, etc.: Ἐλευθία, Ion. -ιη, GDI 4584 (Hippola), IG12(5).187 (Paros): Lacon. Ἐλευσία ib.5(1).236: Cret. Ἐλεύθυια GDI5149, al.: Boeot. Εἰλείθεια, εἰλᾰπῐν-ια, IG7.2228, 3410; cf. Εἰλιόνεια, Ἐλευθώ.)

Greek (Liddell-Scott)

Εἰλείθυια: ἡ, ἡ θεά, ἥτις κατὰ τὴν μυθολογίαν, ἐβοήθει τὰς γυναῖκας ἐν τῷ τοκετῷ· ὁ Ὅμ. μνημονεύει πλείονας Εἰλειθυίας καὶ καλεῖ αὐτὰς θυγατέρας τῆς Ἥρας, Ἰλ. Λ. 270., Τ. 119. Ὁ Ἡσ. (Θ. 922) ὁμιλεῖ περὶ μιᾶς μόνον ὡς θυγατρὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἥρας· ὡσαύτως Ἐλείθυια Πινδ. Π. 3. 15, Ν. 7. 1· καὶ Ἐλευθὼ Βοικχ. Πινδ. Ο. 6. 72, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 604· Εἰλήθυια Θεόκρ. 17. 60· παρ’ Ἀργείοις Εἰλιονία Πλούτ. 2. 277Β· παρὰ Ρωμαίοις Lucina, μετὰ ταῦτα ταυτισθεῖσα, τῇ Ἀρτέμιδι, ἴδε Böttiger Ilithyia, Weim. 1799· (τύπος ὡσεὶ μετοχικός, ὡς εἰ ἦν ἐληληθυῖα· πρβλ. ἄγυια, ἅρπυια, αἴθυια). Καθ’ Ἡσύχ. γράφεται Εἰλύθυια, καὶ ἐν ἐπιγραφαῖς τοῦ ε΄ αἰῶνος εὕρηται Ἱλείθυια μετὰ δασέως πνεύματος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Eileithyia, déesse des accouchements.
Étymologie: DELG d’après le myc., la forme originelle est Ἐλεύθυια > Ἐλείθυια ; soit th. ἐλευθ- de ἐλεύσομαι, « celle qui fait venir », soit t. indigène non grec.