ἀφιλόκαλος
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ον,
A without love for beauty or honour, Plu.2.672e, Gal.5.39.
German (Pape)
[Seite 412] das Schöne, Gute nicht liebend, Plut. Symp. 5 prooem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόκᾰλος: -ον, ὁ μὴ φιλόκαλος, Πλούτ. 2. 672Ε. - ὡσαύτως παρ’ Εὐστ. 669. 41, ἀφιλοκάλητος, ον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indifférent au beau ou au bien.
Étymologie: ἀ, φιλόκαλος.