ἀνάκλησις
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνακαλέω)
A calling on, invocation, θεῶν Th.7.71; salutation, address, Plu.2.35a. 2 calling aloud, οἱ βάτραχοι . . ἀνακλήσεσι χρῶνται ib.982e; ζητεῖν τινα μετ' ἀνακλήσεως Nymphis 9. II recalling, ἀ. θέρμης ποιέεσθαι Aret.CD 2.7, cf. SD 2.12: metaph., ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10. 2 restoration, revival, Aret.SA1.6, cf. SD1.7. 3 retreat, ἀ. σάλπιγγι σημαίνειν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onos.10.2.
German (Pape)
[Seite 192] ἡ, das Anrufen, θεῶν Thuc. 7, 71; Plut. Rom. 29; das Zurückrufen, zum Rückzug, Plut. Fab. Max. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλησις: -εως, ἡ, (ἀνακαλέω) ἐπίκλησις, θεῶν Θουκ. 7. 71· χαιρετισμός, προσαγόρευσις, Πλούτ. 2. 35Α. 2) συνεχὲς ἐπίφθεγμα, οἱ βάτραχοι περὶ τὰς ὀχείας ἀνακλήσεσι χρῶνται αὐτόθι 982D. ΙΙ. ἐπανάκλησις, ἀνάκλησιν θέρμης ποιέεται Ἀρετ. Θερ. Χρον. Παθ. 2. 7, πρβλ. Αἴτ. 2. 12. 2) ἀποκατάστασις, ἀνάληψις, ἀνάρρωσις, ὁ αὐτὸς π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. π. Χρον. Παθ. 1. 7. 3) ἀνάκλησις, ἀνάκλ. σάλπιγγι σημαίνειν, = τὸ ἀνακλητικὸν σημαίνειν Πλουτ. Φάβ. 12, πρβλ. Ἀλέξ. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 invocation;
2 salut;
3 rappel, signal de retraite d’une troupe.
Étymologie: ἀνακαλέω.