διάρριμμα
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ατος, τό,
A casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
allées et venues d’un chien qui se jette de côté et d’autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.