διάρριμμα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
-ατος, τό, casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
allées et venues d'un chien qui se jette de côté et d'autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.
German (Pape)
τό, das Hin- und Herwerfen, Kreuz- und Quersprung, Xen. Cyn. 4.4.
Russian (Dvoretsky)
διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.
Greek Monotonic
διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.