ῥύπτω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
(ῥύπος)
A cleanse, wash, esp. with soap or lye, ῥ. τὰ ἱμάτια Id.Mete.359a22; τὰν γλῶτταν Ti.Locr.100e; τὰς χεῖρας Phylotim. ap. Ath.3.79c:—Med., wash oneself, Antiph.148.3, Thphr.HP9.9.3, f.l. in Nic.Al.530; aor. ἐρρύψαντο Ph.1.613; λουομένη τὰς τρίχας ἐρρύπτετο Polyaen.8.27: prov., ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι ever since I began to wash, i.e. from my childhood, Ar.Ach. 17.
German (Pape)
[Seite 852] den Schmutz wegnehmen, reinigen, säubern, waschen, u. med. sich waschen, sich schnäuzen; ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι, Ar. Ach. 17, di. seit meiner Kindheit; Tim. Locr. 100 e; Folgde, wie Nic. Al. 469. Von den Atticisten wird ῥύπτομαι für attisch statt des hellenistischen σμήχομαι erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπτω: (ῥύπος) ἀφαιρῶ ἀκαθαρσίαν ἀπό τινος, καθαρίζω, πλύνω, μάλιστα διὰ σάπωνος ἢ στακτῆς κονίας ἐκ τῆς τέφρας, ῥ. τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36· τὰν γλῶτταν Τίμ. Λοκρ. 100Ε· τὰς χεῖρας Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 79C. - Παθ., λούομαι, Ἀντιφάνης ἐν «Μαλθακῇ» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 3, Νικ. Ἀλεξιφ. 530· παροιμία, ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι, ἀφ’ ὅτου ἤρχισα νὰ νίπτωμαι, δηλ. ἐκ παιδικῆς μου ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 17, πρβλ. Ἰουβεν. 2. 152. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύψαι· σμῆξαι, πλῦναι. λοιδορῆσαι, ῥοφῆσαι, καθᾶραι».
French (Bailly abrégé)
nettoyer, laver.
Étymologie: ῥύπος.