παλαιγενής
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ές,
A born long ago, full of years, γεραιὲ παλαιγενές, addressed to Phoenix, Il.17.561; γρηῢς π. Od.22.395; ἄνθρωποι h.Cer. 113; ὁ π. Κρόνος A.Pr.222; ἡ π. μήτηρ . . Θέμις ib.873; π. Μοῖραι Id.Eu.172 (lyr.); παρβασία Id.Th.742 (lyr.); ἀοιδαί E.Med.421; Βάκχιος π. old wine, Antiph.237.1; νέκταρ π. Alex.119.2; ἐχθρὸς ἦ π. long long ago, A.Ag.1637.
German (Pape)
[Seite 445] ές, vor langer Zeit geboren, uralt, hochbejahrt; vom Phönix, γεραιἐ παλαιγενές, Il. 17, 561; γρηῦς, 3, 386 Od. 22, 395; τὸν παλαιγενῆ Κρόνον, Aesch. Prom. 220; παλαιγενεῖς Μοῖραι, Eum. 165; Θέμις, Prom. 875; übh. alt, παραιβασία, Spt. 724, vgl. Ag. 1620; Λάϊος, Eur. Phoen. 344; ἀοιδαί, Med. 421; sp. D., φῶτες Ap. Rh. 1, 1, μῦθοι Ep. ad. 571 ( App. 109); von altem Weine, Antiphan. bei Ath. XI, 781 f.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιγενής: -ές, ὁ πάλαι γεννηθείς, πλήρης ἑτῶν, παλαιός, γεραιὲ παλαιγενές, λεγόμενον πρὸς τὸν Φοίνικα, Ἰλ. Ρ. 561· γρηῦς π. Ὀδ. Χ. 395· ἄνθρωποι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 113· ὁ π. Κρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 220· ἡ π. μήτηρ.. Θέμις αὐτόθι 873· π. Μοῖραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 172· παρβασία ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 742· ἀοιδαὶ Εὐρ. Μήδ. 421· Βάκχιος π., παλαιὸς οἶνος, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 15, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Κύκνῳ» 1· ἐχθρὸς ἧ π., παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né depuis longtemps, vieux, ancien;
2 de vieille date, ancien (ennemi).
Étymologie: πάλαι, γίγνομαι.