μελογράφος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.
German (Pape)
[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).
Greek (Liddell-Scott)
μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.