ἀφροφυής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A foamy, of a lettuce, from its milky juice, AP9.412 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροφυής: -ές, ὁ παράγων ἀφρόν, ἐπὶ τῶν θριδάκων (μαρουλίων) ἕνεκα τοῦ γαλακτώδους αὐτῶν ὀποῦ, (ὡς τὸ Λατ. lactusa ἐκ τοῦ lac), Ἀνθ. Π. 9. 412.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une nature écumeuse, càd laiteuse en parl. d’une sorte de laitue.
Étymologie: ἀφρός, φύω.