ἔκπλεος
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ον neut. pl.
A ἔκπλεα D.C.38.20 : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416. 2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.
German (Pape)
[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἔκπλεως.