ἀκοσμέω
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
A to be disorderly, offend, οἱ ἀκοσμοῦντες S.Ant.730, Ph. 387, Lys.14.13, D.24.92, Hyp.Fr.14, Arist.Ath.3.6; ἀ. περί τι offend in a point, Pl.Lg.764b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοσμέω: μελλ. -ήσω, πράττω ἄκοσμα, ἀπρεπῆ, μηδὲν ἐν τάξει ποιῶ, ἀκολασταίνω, οἱ ἀκοσμοῦντες, Σοφ. Ἀντ. 730, Φ. 381, Λυσ. 140. 42, Δημ. 729. 7· ἀκ. περί τι, ἁμαρτάνειν εἴς τι, Πλατ. Νόμ. 764Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
agir de façon à troubler l’ordre, d’où
1 mal agir;
2 manquer à son devoir;
3 vivre dans le désordre.
Étymologie: ἄκοσμος.