ἀνάδαστος
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ον,
A divided anew, redistributed, ἀ. γῆν ποιεῖν Pl.Lg.843b; ἀ. ποιεῖν τὴν χώραν Arist.Pol.1307a2; τὰς οὐσίας ἀ. ποιεῖν 1305a5, cf. 1309a15. II later, ἀ. ποιεῖν τι undo, rescind, OGI669.20 (Egypt, i A.D.), Luc.Abd.11. III Adv. -τως· ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 185] vertheilt, bes. γῆν ἀνάδαστον ποιεῖν, ein Land von neuem zu gleichen Theilen unter die Bewohner rheilen, Plat. Legg. VIII, 843 b; Plut. Cam. 8. Bei Sp. eine Entscheidung rückgängig, ungültig machen, δικαστήριον, Luc. Abd. 11; τὰ πραχθέντα, acta rescindere, Dio C. 54, 28; vgl. ἀνάδικος; – ἀνάδαστον γίγνεσθαι ὄγκον, auseinandergehen, Plut. Symp. 3, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδαστος: -ον, ὁ ἐκ νέου διαμοιρασθείς, «ξαναμοιρασθείς», ἀν. γῆν ποιεῖν, ἰδίως ἐπὶ δημαγωγῶν, (πρβλ. ἀναδασμός), Πλάτ. Νόμ. 843Β· ἀν. ποιεῖν τὴν χώραν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4· τὰς οὐσίας ἀν. ποιεῖσθαι αὐτόθι 5. 5, 5, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. παρὰ μεταγ., ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλειν, λύειν, παραλύειν, ἀκυροῦν, Λουκ. Ἀποκηρ. 11: πρβλ. Ρουγκίου Τίμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 partagé de nouveau;
2 annulé, non valable.
Étymologie: ἀναδαίω².